- αμφιπώγων
- (amphipogon).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών της Αυστραλίας. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο a. o στενόφυλλος,που ευδοκιμεί σε αμμώδη και χαλικώδη εδάφη. Αντέχει στην ξηρασία και δίνει εκλεκτής ποιότητας χόρτο για βοσκή. Η σπορά του γίνεται το φθινόπωρο, βλασταίνει αμέσως μετά τις πρώτες βροχές και ακολουθεί γρήγορη ανάπτυξη των αρτιβλάστων. Μπορεί να ευδοκιμήσει και στα θερμότερα μέρη της Ελλάδας.
Dictionary of Greek. 2013.